χρουσίον

χρουσίον
τὸ, Α
(βοιωτ. τ.) βλ. χρυσίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρυσίο — το / χρυσίον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χρουσίον Α [χρυσός (Ι)] 1. χρυσά νομίσματα 2. (κατ επέκτ.) πολλά χρήματα, πλούτος αρχ. 1. κομμάτι χρυσού 2. πλάκα ή κόσμημα χρυσού («χρυσίου ἀσήμου καὶ ἀργυρίου», Θουκ.) 3. χρυσή κλωστή 4. προσφώνηση αγαπημένων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”